- ἐπιγραμματοφόρος
- ἐπιγραμμ-ᾰτοφόρος, ὁ,A f.l. for -γράφος in AP7.715 (lemma), Tz.H. 8.425.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιγραμματοφόρος — ἐπιγραμματοφόρος, ο (Μ) επιγραμματογράφος … Dictionary of Greek
ἐπιγραμματοφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)